Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

12. Τα παιδιά σχηματίζουν κοινότητα

Ο ήλιος είναι πολύ ψηλά. Τα τζιτζίκια λαλούν δυνατά. Μα κανένας δεν έχει όρεξη ν’ αφήσει το στρώμα. Γυρίζουν από το ένα πλευρό στο άλλο.
—Σηκωθείτε, λέει ο Αντρέας, γυρίζοντας από καλύβα σε καλύβα· έχουμε δουλειά.
—Τι δουλειά; φώναξε ο Δημητράκης, τρίβοντας το ένα του μάτι.
—Να φάμε εδώ που ήρθαμε.
—Κι είναι αυτό δουλειά;
—Τώρα που θα σηκωθείς, θα το δούμε.

---

O Δημητράκης ζητούσε τη λεκάνη να νιφτεί· δεν είχε καταλάβει ακόμη πού βρίσκεται. Ακολούθησε τους άλλους, που γελούσαν μ’ αυτόν, και βρήκαν κάμποσα βήματα μακριά τη βρύση. Το νερό τούς έτσουξε στ’ αφτιά.
Ένα παιδί, ο Πάνος, έλεγε του Δημητράκη, καθώς νιβόταν: «Άι, άι, τι κρύο νερό!» και του κρατούσε το κεφάλι κάτω από τη βρύση. O Δημητράκης φώναζε σαν κατσίκι. O Πάνος τον άφησε κι έβαλε το δικό του κεφάλι στη βρύση. Άφηνε το κρύο νερό να πηγαίνει στον σβέρκο του, στο στήθος του.

---

Όταν πλύθηκαν, ήρθε να τους δει ο κυρ Στέφανος. O καλός άνθρωπος, που τους έφερε ως εδώ, θα πήγαινε στη χώρα για τις δουλειές του. Φεύγοντας τους είπε αυτά τα λόγια:
—Είκοσι έξι άνθρωποι για να ζήσουν στο βουνό, πρέπει όλα να τα κάνουν με τα χέρια τους. Να ψήνουν το ψωμί, να κουβαλούν το νερό, να βράζουν το φαΐ. Είστε είκοσι έξι συγκάτοικοι, που πρέπει να ζήσετε μαζί στο ίδιο μέρος· έχετε τις ίδιες δυσκολίες και τις ίδιες ωφέλειες. Κάνετε λοιπόν μια κοινότητα. Πώς αυτή θα ζήσει χωρίς μαγαζί, χωρίς μύλο, χωρίς τίποτα; Κάποιος από σας πρέπει να γίνει φούρναρης,  μπακάλης, μυλωνάς. Ό,τι χρειάζεται, για να συντηρηθείτε, πρέπει να το βρείτε μόνοι σας, όπως οι βοσκοί, οι βλάχοι και οι λοτόμοι. Θα φάτε ή δε θα φάτε σήμερα;
—Θα φάμε, απάντησε ο Φουντούλης.
—Να δούμε όμως πώς θα φάτε. Ε, όσο για σήμερα έχετε δα έναν κουτσομάγερα, τον Αντρέα. Αυτός έμαθε από τους λοτόμους το γιαχνί. Σήμερα θα είναι μάγερας για όλους σας. Τώρα βοηθήστε κι οι άλλοι να γίνει το φαΐ.
O Γιωργάκης, ο Αλέκος κι ο Δημητράκης πήραν να ξεφλουδίσουν τις πατάτες, ο Δήμος κι ο Καλογιάννης να κόψουν τα φασόλια και τις ντομάτες. Άλλοι πήραν να καθαρίσουν τα κρεμμύδια κι άλλοι άναψαν τη φωτιά.

---

—Και κείνοι που περισσεύουν τι θα προσφέρουν στην κοινότητα; ρώτησε ο Κωστάκης.
—Την όρεξή μας, είπαν αυτοί γελώντας.
—Απ’ αυτήν έχουμε κι εμείς, φώναξε ο Αντρέας. Μα έννοια σας κι έχετε δουλειά.
Η δουλειά που τους έπεσε είναι αρκετή. Έπρεπε να γυρίσουν τις καλύβες, την κοινότητά τους, να κοιτάξουν τις θέσεις, τα δέντρα και να ορίσουν πού θα είναι το μαγειρειό, η αποθήκη, τα ράφια.
Άλλοι έπρεπε να δουν αν έχουν ό,τι τους χρειάζεται για να μαγειρεύουν. Μήπως λείπει κουτάλα ή κατσαρόλα, καθώς αυτή τη στιγμή τους λείπει το τηγάνι και πρέπει να το ζητήσουν από τους λοτόμους.
Άλλοι πάλι θα πήγαιναν να δουν τους βλάχους, για να ξέρουν τι τρόφιμα μπορεί να πάρουν απ’ αυτούς στην ανάγκη. Και στο τέλος, να μάθουν αν έχει κανένα χωριό εκεί κοντά και πόσο μακριά είναι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου