Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

16. Το πρώτο συσσίτιο

Όταν γύρισαν από τους βλάχους ο Δήμος κι ο Φάνης και πλησίαζαν στις καλύβες, είδαν να βγαίνει αχνός από τη μεγάλη κατσαρόλα.
—Τι ωραία μυρουδιά! φώναξαν από λίγα βήματα μακριά. Τι; Έγινε κιόλας;
—Έγινε! είπε ο Αντρέας με την κουτάλα στο χέρι.
—Και τι φαγητό είναι;
—Πατάτες με πατάτες, λέει ο Κωστάκης γελώντας.
—Μη σας νοιάζει, παιδιά, λέει ο Δήμος, κι από αύριο θα ’χουμε κρέας να τρώμε. Είδαμε τον τσέλιγκα!
Τους διηγήθηκε πως είδαν την Αφρόδω με τον Λάμπρο, και πως ο παππούς τους, ο γερο-τσέλιγκας, τους είπε να στέλνουν ν’ αγοράζουν όσο κρέας τούς χρειαστεί, ακόμα και γάλα.
Μα ενώ μιλούσαν, όλο τριγύριζαν το γιαχνί. Ήταν τη στιγμή εκείνη με τον αχνό του και τη μυρουδιά του καλύτερο απ’ όλα τ’ αρνιά του τσέλιγκα.

---

—Απίστευτο μου φαίνεται, λέει ο Κωστάκης, πώς αυτές οι πατάτες που ξεφλούδιζα έγιναν φαγητό.
Το ίδιο κι ο Δημητράκης. Δεν μπορεί να πιστέψει πώς έγιναν φαγητό οι ντομάτες που έκοβε. Το ίδιο κι ο Γιώργος, το ίδιο κι ο Φουντούλης.
Παίζοντας έκαναν όλη αυτή τη δουλειά και να τι κατάφεραν! Τρώνε φαγητό δικό τους.
Καθένας εργάστηκε για τον εαυτό του, αλλά και για όλους· όλοι πάλι δούλεψαν για τον έναν. Έτσι έκαναν εκείνο που λέμε κοινότητα.
Θα κατορθώσουν το ίδιο και για όλα τ’ άλλα; Θα μπορέσουν ο ένας να εργάζεται για τους άλλους κι οι άλλοι για τον έναν; Τότε η μικρή τους κοινότητα θα γίνει παράδειγμα σε πολλές άλλες. Σηκώνουν λοιπόν τα ποτήρια τους και πίνουν στην υγειά της.
—Πίνω αυτό το κρασί, λέει ο Κωστάκης και σηκώνει τον τενεκέ με το νερό, στην υγειά του σημερινού μας μάγειρα.
—Πίνω αυτό το ρακί, λέει ο Αντρέας και σηκώνει το παγούρι του με το νερό, στην υγειά όλων των συντρόφων που μαγείρεψαν μαζί μου.
—Πίνω τη βρύση όλη, λέει ο Φάνης, στην υγειά της κοινότητας.
—Εβίβα, εβίβα! φώναξαν και όλοι γελούσαν. Μόνο ο Φουντούλης ήταν δακρυσμένος. Αυτός είχε καθαρίσει τα κρεμμύδια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου