Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

19. Προμηθεύονται εργαλεία για τους δρόμους

Όταν έφτασαν τα παιδιά, βρήκαν μεγάλη ησυχία στο χωριό. Πολλοί χωριανοί έλειπαν στα κτήματα.
—Τόσοι λίγοι άνθρωποι εδώ μέσα, είπε ο Αντρέας, και να μαλώνουν! Πού να ήταν καμιά πολιτεία!
Και προχώρησαν στο μέρος που το λένε «τα μαγαζιά». Όλα τα μαγαζιά ήταν ένα μαγαζί.

---

Τρεις χωριανοί κουτσόπιναν μέσα. Οι κότες απέξω τσιμπούσαν τη γη κι ένα σταχτί γαϊδουράκι στεκόταν ακίνητο σαν ψεύτικο. O μπαλωματής μ’ ένα παπούτσι στα γόνατά του έδινε γροθιές στον αέρα.
—Να, να ο μπαλωματής! φώναξαν τα παιδιά. Όποιος δεν έχει πρόκες στα παπούτσια του να βάλει. Χωρίς πρόκες εδώ πάνω θα μείνουμε ξυπόλυτοι.
Μερικοί τον πλησίασαν, έβγαλαν τα παπούτσια τους και ζήτησαν να τους βάλει καρφιά.
—Μπάρμπα, είπαν, να μας πεταλώσεις.
O μπαλωματής γέλασε με τα τρία δόντια του, πήρε το σφυρί κι άρχισε να καρφώνει πρόκες στα παπούτσια τους.

---

Εκεί κοντά φάνηκε κι ο γέροντας που είχαν απαντήσει στον δρόμο και τους καλωσόρισε. Τους είπε πως είναι προεστός της κοινότητας και τους ρώτησε γιατί ήρθαν κι από πού.
—Ήρθαμε να ψωνίσουμε, είπε ο Αντρέας. Καθόμαστε απάνω στο Χλωρό κι έχουμε ανάγκη από κότες, απ’ αυγά κι από λαχανικά.
—Μετά χαράς να τα πάρετε, είπε ο γέροντας. Κότες δα έχουμε πολλές.
—Μερικά τσαπιά και φτυάρια μπορείτε να μας δανείσετε για μια δουλειά;
—Αν σας χρειάζονται, είπε ο γέροντας, να σας τα δώσουμε.
—Μας χρειάζονται, γιατί η δική μας κοινότητα δεν έχει ούτ’ ένα μονοπάτι. Θέλουμε ν’ ανοίξουμε κανένα.

---

—Μπα; Έχετε και σεις κοινότητα;
—Εμείς είμαστε η τελευταία τάξη του ελληνικού, μα τώρα, που ήρθαμε στο δάσος και ζούμε μαζί στο ίδιο μέρος, κοινότητα τη λέμε τη συντροφιά μας. Όλα τα ’χουμε μαζί.
—Και πόσοι θα δουλέψετε με τα εργαλεία;
—Μερικοί απ’ όλους ή όλοι μαζί, το ίδιο κάνει. Η δουλειά μόνο να γίνει.
—Ποπό! Ντροπή! έκανε ο γέρος. Μας ντρόπιασαν τα παιδιά!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου