Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

22. Τα εφτά μικρά στο κυνήγι της κότας

Σε δύο μέρες η αλεπού είπε στα μικρά της:
—Σήμερα θα σας πάρω σε μια πολιτεία. Να προσέχετε μήπως χαθείτε, γιατί έχει οχτώ σπίτια. Πρώτη φορά θα δείτε τέτοια πρωτεύουσα. Όταν φτάσουμε κει, να μην κάθεστε να χαζεύετε στις πλατείες, στα φώτα και στα θέατρα· θα πάμε ίσια στο κοτέτσι. Το ’χουν ανοιχτό, καθώς πρέπει σε μια μεγάλη πολιτεία. Κι έχει κάτι αρχοντόκοτες που φαίνεται πως τις έχουν φυλάξει επίτηδες για την καλύτερη αλεπού. Εγώ βέβαια θα ’μαι αυτή. Ίσαμε τώρα κυνηγούσατε το ποντίκι, τον βάτραχο, τον κάβουρα, το πουλί και το σκαθάρι. Ήρθε η ώρα να γυμναστείτε και στις κότες.
Λέγοντας αυτά, κάθισε στα πισινά της πόδια κι έφερε μπροστά τη μεγάλη μαλλιαρή ουρά της.
Όποιος κυνηγός την έβλεπε ‘κείνη την ώρα θα έλεγε: «Αχ, να είχα το γουναρικό σου! Εξήντα δραχμές θα του έβαζα τιμή».
Μα ήταν τάχα εύκολο να τη δει ο κυνηγός; Όχι. Το ωραίο δέρμα της αλεπούς μας, που το ζηλεύουν οι κυνηγοί και βάζει τη ζωή της σε παντοτινό κίνδυνο, αυτό το ίδιο την προστάτευε. Ο χρωματισμός του ήταν τέτοιος ώστε να μπερδεύεται με το χρώμα του τόπου. Έμοιαζε και με τα φυλλώματα και με το χώμα και με την πέτρα· ήταν κιτρινοκόκκινο. Στο στήθος, στην κοιλιά και στη μέση σταχτερό· στο μέτωπο και στους ώμους λίγο άσπρο· στα μπροστινά πόδια κόκκινο και στ’ αφτιά μαύρο.
Έτσι γλίτωσε πολλές φορές η αλεπού από τον άνθρωπο. Πολλές φορές ο κυνηγός την πήρε για κάτι άλλο· κάτι σαν γη ή κούτσουρο ή πέτρα, και προσπέρασε.
Και τα εφτά μικρά της, πάλι κι αυτά το χρώμα τους τα έχει γλιτώσει.
Μια φορά, που κάθονταν στην άκρη της τρύπας και περίμεναν τη μάνα τους να γυρίσει από το κυνήγι, πέρασε το γεράκι από ψηλά και δεν τα είδε. Μάτι γερακιού έχει γελαστεί! Τόσο πονηρό είναι το χρώμα της αλεπούς και των παιδιών της.
Ως πότε τάχα θα γίνεται αυτό; Ως πότε η αλεπού θα ξεφεύγει; Ποιος ξέρει! Κάποτε θα έρθει κι η ώρα της.
Γελιούνται οι κυνηγοί με το χρώμα της, μα η μύτη του σκύλου δε χωρατεύει! Αυτή δεν μπορεί να τη γελάσει κανένας. Όλα αυτά τα ξέρει η κυρά μας η αλεπού. Μα έλα που είναι νόστιμο φαγητό η κότα!
Τι κότες ήταν εκείνες οι δυο προχτεσινές!…
—Εμπρός, παιδιά, ξεκινούμε, είπε κατά τα μεσάνυχτα. Και φρόνιμα στον δρόμο. Όπου πηγαίνω, θα πηγαίνετε. Πίσω από την ουρά μου θα περπατάτε όλα μαζί. Δε θα βγάλετε ούτε κιχ. Και να κοιτάζετε καλά τον δρόμο για να τον μάθετε.


Με μεγάλη προσοχή και προφύλαξη περπατούσαν αρκετή ώρα. Πήγαιναν μέσα από χαμόκλαδα κι έκαναν μεγάλους γύρους. Οι άνθρωποι έχουν τους δρόμους τους· κι η αλεπού έχει τον δικό της.

---

Έτσι έφτασαν στις καλύβες των παιδιών. Τίποτ’ άλλο δεν κοίταξαν στην πολιτεία, ούτε φώτα ούτε δρόμους ούτε καταστήματα, μόνο πήγαν ίσια στο κοτέτσι.
Πάλι το βρήκαν ανοιχτό. Τα παιδιά δεν είχαν μετρήσει προχτές τις κότες για να δουν πως τους έλειψαν δύο.
Και πάλι απόψε θα λείψουν άλλες δύο.
—Ανοίξτε τα μάτια σας να δείτε τι θα κάνω, είπε η αλεπού στα μικρά.
Χίμηξε σε μια κότα και της έβαλε τα δόντια στον λαιμό. Έπειτα γρήγορα έπιασε μιαν άλλη. Άρπαξε τη μία κι έφυγε· ξαναήρθε και ξαναπήρε και την άλλη.
Το κοτέτσι αναστατώθηκε, μα ήταν αργά. Οι καημένες οι κότες κοιμούνταν βαθιά. Τι όνειρο να έβλεπαν;
Δυστυχισμένη κότα, που είχες τη φλωροκίτρινη τραχηλιά, σαν χωριάτικο μαντίλι! Καημένε κόκορα, με το μεγάλο λειρί από το Μικρό Χωριό!
Απάνω σ’ έναν πεσμένο κορμό δέντρου ξεκουράζεται η αλεπού από το κυνήγι και λέει στα μικρά της: «Η καλύτερη κοινότητα είναι κείνη που δεν έχει σκύλο».

Αλεπουδάκι στον Λουδία, Ιούνιος 2017
Φωτό: Οδυσσέας Τζημούλης

Αλεπουδάκια στο Μέγαρο Γρεβενών, Ιούνιος 2010
Φωτό: Οδυσσέας Τζημούλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου