Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

23. Οι νοικοκυραίοι παίρνουν είδηση



—Λείπουν τέσσερις! είπε την άλλη μέρα ο Γιώργος, που τον είχαν βάλει να φροντίζει για τις κότες. Εκεί που έβοσκαν ανάμεσα στα δέντρα, τις μέτρησε και βγήκαν μόνο εφτά. Τι έγιναν οι άλλες; Πήγε παρακάτω, έψαξε ανάμεσα στα χαμόκλαδα κι έριξε λίγες πέτρες. Μα καμιά δε φάνηκε.
—Για έλα ‘δώ, Γιώργο, φώναξε ο Δήμος, που στεκόταν μπροστά στο μικρό κοτέτσι. Κοίταξε.
Ο Γιώργος είδε κάτω στο χώμα λίγα φτερά και τα ξύλα που κούρνιαζαν οι κότες σκορπισμένα.
Όταν άκουσαν τ’ άλλα παιδιά εκεί κοντά πως χάθηκαν κότες, έτρεξαν κοντά στον Δήμο και στον Γιώργο. Είδαν το κοτέτσι, κοιτάχτηκαν ο ένας με τον άλλο κι έκαναν όλοι την ίδια σκέψη: «Μας την έφερε η αλεπού».
Μα ποιος έφταιγε; Τώρα κατάλαβαν το λάθος τους.
Σ’ ένα δάσος που ζούνε μέσα αλεπούδες και κουνάβια, άφησαν τις κότες να κουρνιάζουν μέσα σε κοτέτσι ανοιχτό.
—Να φτιάξουμε σήμερα ένα άλλο! είπαν τώρα. Ένα με ξύλα και με γερή πόρτα.
—Δε φτάνει αυτό, παιδιά, λέει ο Αντρέας. Ήρθαμε στην ερημιά να καθίσουμε χωρίς σκύλο. Τώρα που την πάθαμε, καταλαβαίνουμε πόσο μας χρειάζεται αυτός ο σύντροφος.
—Να βρούμε έναν! φώναξαν τα παιδιά κι έγιναν έξαφνα χαρούμενα. Συλλογίστηκαν έναν σκύλο που θα παίζει μαζί τους, που θα ξαγρυπνά και θα είναι φύλακας. Άρχισαν στη στιγμή να του βγάζουν όνομα, να τον λένε Πιστό, Σκοπό, Φλοξ, σαν να ήταν μπροστά τους.
—Αν τον είχαμε χτες, έλεγαν, θα γλίτωναν οι τρεις κότες κι ο καημένος ο χωριάτικος κόκορας.
Μα ενώ έλεγαν αυτά, πρόβαλε απ’ τους θάμνους ο άλλος κόκορας, εκείνος που είχαν φέρει μαζί τους.
Φαινόταν σαν να έλεγε: «Έχετε κόκορα! Δε με βλέπετε;». Και καμάρωνε όσο κανένας άλλος. Όλο το Χλωρό, ολόκληρος ο κόσμος τού φαινόταν δικός του.
—Να, να! λέει ο Χρίστος. Να ο δικός μας. Τη γλίτωσε.
Ο κόκορας στάθηκε λίγο με το κεφάλι ψηλά και έκανε ένα σιγαλό «κο, κο, κο». Για τον εαυτό του βέβαια θα μιλούσε.
Ο Χρίστος κι ο Δήμος τότε άρχισαν να λένε το «τραγούδι του κόκορα με το γεράκι», που κι ο ίδιος στάθηκε και τ’ άκουγε σαν να ήταν γι’ αυτόν:

Ένας κόκορας ολάσπρος,
με ψηλό λειρί,
καμαρώνει και φουσκώνει
και λιλιά φορεί
και θαρρεί πως το κοτέτσι
μόλις τον χωρεί.

Άμα βρει κανένα σπόρο
μέσα στην αυλή,
το κεφάλι του σηκώνει
και το διαλαλεί,
να το μάθουνε σε Δύση
και σ’ Ανατολή.

Τη στιγμή που σουλατσάρει
με το βήμα αργό,
«δεν ξανάδα», λέν’ οι κότες,
«τέτοιο στρατηγό»...
Μα κι ο ίδιος συλλογιέται:
«Μωρέ, τ’ είμαι ‘γώ!».

Ξάφνου βλέπει ένα γεράκι…
Αχ! την ώρα αυτή
το βαρύ περπάτημά του
έχει μπερδευτεί,
κι αστραπή μες στο κοτέτσι 
τρέχει να κρυφτεί.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου