Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

27. Ένα σχολείο εκεί που δεν το περίμενε κανένας

Ύστερα από λίγες στιγμές ο Λάμπρος, ορθός καθώς ήταν, ρώτησε:
—Πού το ’χετε το χαρτί;
—Ποιο χαρτί; ρώτησαν τα παιδιά.
—Να, το χαρτί που σας μαθαίνει τα γράμματα.
—Το βιβλίο θέλεις να πεις; Το έχουμε στο σπίτι. Τι να το κάνουμε εδώ; Έχουμε, βλέπεις, διακοπές.
—Τ’ είν’ αυτές οι διακοπές; Πράματα;
—Όχι, Λάμπρο, θέλουμε να πούμε πως το καλοκαίρι δεν έχουμε σχολείο· λοιπόν δεν έχουμε και χαρτιά κοντά μας. Το θέλεις τίποτα το βιβλίο;
Δε μίλησε. Μα σαν έσκαψε πάλι το χώμα δυο τρεις φορές με την πατούσα του και ξεροκατάπιε, είπε ξαφνικά και δυνατά:
—Με μαθαίνετε την άλφα;
—Ποιος, εμείς;
—Αμ ποιος! Εσείς που ξέρετε τα γράμματα.
Τα δύο παιδιά κοιτάχτηκαν και, σαν να συνεννοήθηκαν μονομιάς, απάντησαν και τα δύο:
—Ακούς λέει, Λάμπρο!
—Τώρα κιόλας, είπε ο Λάμπρος.
—Τώρα δα! Μα δεν έχουμε βιβλίο.
—Έχω ‘γώ.
Και βάζοντας τα δάχτυλα στο σελάχι του, τράβηξε από μέσα ένα φύλλο χαρτί με τυπωμένα γράμματα μαύρα και κόκκινα…
Ήταν ένα φύλλο από τα ιερά βιβλία της εκκλησίας.
«Ιλάσθητί μου των αμαρτιών...» διάβασε ο Δήμος. Το φύλλο είχε και σταλάγματα κεριών από εσπερινό ή αγρυπνία. Ποιος ξέρει πού το είχε βρει ο Λάμπρος και το μάζεψε... Απ’ αυτό κοίταζε ο καημένος να μάθει γράμματα, μοναχός του!
Τάχα τόσοι παλιοί παππούληδες και προσπάπποι μας δεν έμαθαν να διαβάζουν από τον Απόστολο;
—Να το άλφα! είπε ο Λάμπρος κι έδειξε με το δάχτυλό του στο φύλλο ένα άλφα κεφαλαίο.
—Α μπράβο! Τώρα θα μας δείξεις και το βήτα.
—Αμ αν ήξερα το βήτα! είπε ο Λάμπρος. Τότε του είπαν να καθίσει και να βλέπει τι του δείχνουν στο χαρτί, κι ό,τι λένε να λέει κι αυτός.
Ο Λάμπρος, φραπ! κάθισε σταυροπόδι με μοναδική ευκολία. Εκεί άρχισε το μάθημα.
—Τούτο είναι το μικρό άλφα. Τούτο είναι το βήτα... τούτο είναι το έψιλον... δδδδ... μμμμμμμμμ... δε... ο... με... θα... σου.
Έτσι έγινε το πρώτο μάθημα. Ο Λάμπρος κοίταζε να τ’ αρπάξει όλα τα γράμματα εκείνη την ώρα.

Όχι λοιπόν, δεν ήταν αγρίμι. Αν φάνηκε έτσι την πρώτη φορά στην καλύβα, ήταν από τη στενοχώρια του, που είδε παιδιά του σχολείου.
Μήνες τώρα έχει τα γράμματα κρυφό καημό. Άκουσε πως πολλοί πιάνουν μια φυλλάδα και τη διαβάζουν από πάνω ως κάτω νερό· πως άλλοι μπορούν και μετρούν ίσαμε τα χίλια.
Να ήξερε κι αυτός να μετρήσει τα γίδια του! Λέει στην τύχη πως είναι καμιά διακοσαριά, μα δεν το ξέρει.
Να γιατί, βλέποντας τα παιδιά πρώτη φορά, ντράπηκε. Να ’ξερε να βουτήξει στο μελάνι και να βάλει τ’ όνομά του, έτσι σαν τον παππούλη του τον Γεροθανάση!



Τι είναι αυτός, τι είναι κείνα; Τούτος δεν ξέρει άλλο από τα γίδια και τον σουγιά του· ενώ εκείνα μπορούν να βάλουν όλα τα γράμματα στη γραμμή, να τα εξηγήσουν και να πούνε και τον Απόστολο.
Να τον εμάθαιναν και τον Λάμπρο! Να η ώρα. Αν τα μάθει, τα ’μαθε· τώρα, τούτο το βράδυ.
—Φτάνει γι’ απόψε, Λάμπρο, του λέει ο Φάνης. Δε μαθαίνονται όλα μαζί. Τώρα να διαβάσεις το χαρτί μοναχός σου κι αύριο πάλι θα δούμε τι έμαθες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου