Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

3. Το ξεκίνημα



Στον κυρ Στέφανο το χρωστούν πως ξεκίνησαν. Αυτός ο καλός άνθρωπος, όταν γύρισε από το δάσος, έδωσε τον λόγο του στους γονείς τους πως θα πάει μαζί με τα παιδιά. Είπε πως θα τα προσέχει εκεί που βρίσκονται, πως θα τους κάνει όσες ευκολίες μπορεί και θα τους φέρνει νέα τους συχνά, όταν θα κατεβαίνει στην πόλη.
Μόνο έτσι κατόρθωσαν να πάρουν την άδεια. Πέρασαν δυο τρεις μέρες, ώσπου να ετοιμαστούν και, τέλος, ένα πρωί, το μεγάλο και ζωηρό καραβάνι ξεκίνησε.
«Χαλκώματα να γανώωω…»

Πάνε στα ψηλά βουνά. Είναι είκοσι πέντε παιδιά. Τα δεκαπέντε πήγαιναν πεζά. Τα δέκα καβάλα στα φορτωμένα μουλάρια, που τα οδηγούν τρεις αγωγιάτες. Ακολουθούσε ο κυρ Στέφανος, καβάλα στην κόκκινη φοράδα του.
Και τα είκοσι πέντε παιδιά έγιναν αγνώριστα. Κρατούν από ένα ραβδί. Σακούλια και παγούρια τούς κρέμονται στην πλάτη. Φορούν μεγάλες ψάθες και χοντρά παπούτσια.
Είναι ντυμένα για να ζήσουν σε βουνό. Το ίδιο ρούχο θα φορεθεί βράδυ και πρωί, θα παλέψει με αγκάθια και με πέτρες, θα σκίζεται και θα μπαλώνεται. Τίποτα καινούριο δε φορούν.
Τι απλά παιδιά που έγιναν!

---

Με τα βαριά σακούλια τους μοιάζουν στους μαστόρους και στους πραματευτάδες, που έρχονται κάτω στην πόλη.
Όλους τους θυμούνται αυτή τη στιγμή, όλους τους παρασταίνουν έναν έναν όπως είναι, όπως περπατούν, όπως φωνάζουν.
«Παπούτσια να μπαλώωω…!»
 
Ο Δημητράκης κάνει τον χαλκωματά και φωνάζει: «Χαλκώματα να γανώωω...».
Ο Κωστάκης τον μπαλωματή: «παπούτσια να μπαλώωω...».
Ο Γιώργος πάλι παρασταίνει τον τροχιστή: «Μαχαίρια, ψαλίδια, σουγιάδες, γι’ ακόοο...».
Ο Φάνης θυμήθηκε έναν πραματευτή, που τον είχαν ξεχάσει. Πουλάει τα βοτάνια, τη ρίγανη και τα χορταρικά· τον λένε Κορφολόγο και φωνάζει: «Κάπαρη, καλή κάπ...».

---

Μέσα σ’ αυτά τα γέλια ο Καλογιάννης θυμήθηκε το «Τσιριτρό» κι άρχισε να το τραγουδάει. Όλη η συνοδεία πήρε το γελαστό τραγούδι και το έλεγε χτυπώντας τα ραβδιά στη γη: 

Ένας γανωματής


Σε μια ρώγα από σταφύλι 
έπεσαν οχτώ σπουργίτες 
 και τρωγόπιναν οι φίλοι... 
τσίρι-τίρι, τσιριτρό, 
τσιριτρί, 
τσιριτρό.

 Εχτυπούσανε τις μύτες
 και κουνούσαν τις ουρές,
 κι είχαν γέλια και χαρές, 
 τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
 τσιριτρί, 
τσιριτρό.

 Πόπο πόπο σε μια ρώγα
 φαγοπότι και φωνή!
 Την αφήκαν αδειανή...
 τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
 τσιριτρί,
τσιριτρό.

 Και μεθύσαν κι όλη μέρα
 πάνε δώθε, πάνε πέρα
 τραγουδώντας στον αέρα
 τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
 τσιριτρί,
τσιριτρό…
 

---

Μονάχα ο Φουντούλης δε μιλάει· έμεινε τελευταίος. Ο καημένος, ο παχύς, ο στρογγυλός, ο μικρός Φουντούλης! Το μουλάρι του είναι πολύ οκνό· δεν ακούει από φωνή κι από χτύπημα. Γιατί τον φόρτωσαν σ’ αυτό το ζώο; Για να μην κυλήσει;
O Φουντούλης αγωνίζεται να το φέρει μπροστά, μα κείνο μένει τελευταίο. Στο τέλος ο Φουντούλης αρχίζει να φοβάται πως το ζώο του δεν είναι μουλάρι. Το κοιτάζει καλά στ’ αφτιά. «Μήπως κατά λάθος» συλλογίζεται «μου έδωσαν κανένα γάιδαρο;».
Μα κι οι άλλοι δεν τον αφήνουν ήσυχο και στο τέλος θα τον κάνουν να το πιστέψει.
«Το άτι σου, Φουντούλη, έχει μεγάλα αφτιά!»
—Περίμενε, Φουντούλη, και θ’ ακούσεις και τη φωνή του!
Μα ο Φουντούλης, που δε θυμώνει ποτέ, βάζει τα γέλια μαζί με τους άλλους.
Το καραβάνι ανέβαινε τα Τρίκορφα, ξυπνώντας τις λαγκαδιές με τα γέλια του, τις φωνές του και με την περπατησιά του στους πετρωτούς δρόμους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου