Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

33. Ένα ξαφνικό επεισόδιο

Ο Γεροθανάσης, φεύγοντας από τα παιδιά, πήγε στους λοτόμους. Το βράδυ, όταν γύριζε από ‘κεί, πέρασε πάλι από τις καλύβες των παιδιών.
Στάθηκε, άναψε την ίσκα του[1], το τσιγάρο του και μάλωσε τον σκύλο, που τον άφησε κι έφυγε. Αυτό στ’ αστεία. Γιατί στα σοβαρά είπε στα παιδιά πως τους χάριζε τον Γκέκα. Ένας σκύλος, λέει, πάντα τους χρειάζεται.

---

Κατά τις εννιά το βράδυ ακούστηκαν βήματα ενός ανθρώπου.
Ο άνθρωπος πλησίασε και καλησπέρισε. Μα φαινόταν ανήμπορος.
Όταν ήρθε στο φως, τον είδαν ματωμένο. Αίματα είχαν τρέξει από το κεφάλι του στο ανοιχτό του στήθος, στο ρούχο του κι έτρεχαν ακόμη. Ο Γεροθανάσης τινάχτηκε απάνω.
—Εσύ ’σαι, Κώστα; φώναξε.
—Εγώ, είπε εκείνος αδύνατα. Βάλτε μου κανένα πανί. Κι έγειρε κι ακούμπησε στο δέντρο.
—Όχι εδώ, είπε ο Γεροθανάσης, στην καλύβα πάμε. Και ζήτησε γρήγορα νερό και πανί.
Τα παιδιά είχαν δειλιάσει και πολλά χλόμιασαν· δεν είχαν δει άλλη φορά πληγωμένο. Όλη τους η σημερινή χαρά χάθηκε ξαφνικά.
Ο Αντρέας όμως δεν έχασε καιρό. Σε τέτοιες στιγμές ενεργούν αμέσως. Άρπαξε το φανάρι κι έφεξε στον Γεροθανάση και στον πληγωμένο για να μπούνε στην καλύβα.
Παράγγειλε στους άλλους να τρέξουν στη βρύση για νερό. Έπειτα πήρε δεύτερο φανάρι αναμμένο, έτρεξε στην καλύβα με τα τρόφιμα, έσκισε ένα δέμα κι έβγαλε από ‘κεί μέσα μερικά πράματα.
Ήταν επίδεσμοι, μπαμπάκι και αντισηπτικό, τα πρώτα που πρέπει να έχουν όσοι πάνε να ζήσουν στην ερημιά. Μ’ αυτά γύρισε στην καλύβα του αρρώστου.
Ο Αντρέας κι ο Δημητράκης είχαν μάθει να δένουν επιδέσμους. Ο Γεροθανάσης το ήξερε πρακτικά, μόνο αντισηπτικό δεν καταλάβαινε τι θα πει.
Οι τρεις τους, βοηθώντας ο ένας τον άλλο, έδεσαν καλά το κεφάλι του χτυπημένου. Ο Γεροθανάσης τού έδωσε λίγο νερό να πιει και τον πλάγιασε στο στρώμα.

---

Τώρα κατάλαβαν ποιος είναι. Είναι εκείνος που γυρίζει κάτω στην πόλη και πουλάει ρίγανη, κάππαρη, βότανα κι ελατόπισσα. Είτε από την ταραχή τους είτε από το λίγο φως, τα παιδιά δεν είχαν γνωρίσει αμέσως τον καημένο τον Κώστα τον Κορφολόγο!
—Τ’ είναι, Κώστα, ποιος το ’κανε; ρώτησε ο Γεροθανάσης.
—Να, αυτά τα θηρία οι Πουρναρίτες. Ήταν και πάλι δυο απ’ αυτούς και χτυπούσαν με το τσεκούρι ένα θεόρατο πεύκο.
«Γιατί, πατριώτη;» λέω στον έναν. «Τι σου φταίει το πεύκο;»
 «Τα βοτάνια σου να κοιτάζεις εσύ», μ’ απάντησε.
«Μα καλά», του λέω, «καταστρέφετε ένα πράμα του Θεού, που θέλει πενήντα χρόνια να ξαναγίνει. Εσείς οι Πουρναρίτες θα φάτε το δάσος. Δε λογαριάζετε τουλάχιστον την εξουσία;»
«Εξουσία», απάντησε, «είναι κείνο που μας αρέσει. Να πας από ‘δώ και συ κι αυτή».
Λέγοντας αυτά, ο ένας με φοβέριζε με το τσεκούρι. Ο άλλος σήκωσε από κάτω ένα ξύλο και με χτύπησε.
Όταν ξεζαλίστηκα και κοίταξα γύρω μου, είχαν γίνει κι οι δυο άφαντοι. Έτσι μου ’μελλε να πάθω.
—Τα θηρία, φώναξε ο Γεροθανάσης, ως τώρα χτυπούσαν το κλαρί, τώρα θα μας φάνε και τους ανθρώπους.


[1] Ίσκα (και ύσκα): εύφλεκτο υλικό (φιτίλι για τσακμάκι) που το παρασκεύαζαν από μύκητα των δέντρων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου