Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

46. Στον έλατο

Αφού έφαγαν, είπε ο Φάνης:
—Πάμε σε κείνο τον έλατο εκεί απάνω;
Σ’ ένα μέρος στεκόταν ένας έλατος, καταμόναχος.
—Πάμε, είπαν τα παιδιά.
—Και πότε θα γυρίσουμε στις καλύβες; ρώτησε ο Μαθιός.
—Θα έρθουμε πίσω αργά το απόγευμα, λέει ο Κωστάκης. Θα πάρουμε το αλεύρι και θα γυρίσουμε το βράδυ.
—Να πάρουμε και το σακούλι μας, είπε ο Καλογιάννης, μπορεί να πεινάσουμε.
Πήραν το σακούλι τους, το παγούρι και το ραβδί τους και κίνησαν. Ήταν ανήφορος δύσκολος· με τη δύναμη όμως που πήραν ύστερα από το λουτρό, είχαν διάθεση για μεγάλα ταξίδια.
Σε πολλά μέρη σταμάτησαν. Κυνήγησαν έντομα και γουστερίτσες, πέταξαν πέτρες τον κατήφορο και γνώρισαν φυτά που δεν τα είχαν δει ποτέ. Σ’ ένα μέρος στάθηκαν και καμάρωσαν πέντ’ έξι ωραία δέντρα, που ήταν θεόρατα, με δυνατό κορμό.
—Είναι καστανιές! φώναξε ο Πάνος, που τις γνώρισε.
Πήγαν τότε κοντά κι έψαχναν από κάτω με τα μάτια τα πράσινα κλαριά τους. Μα οι καστανιές δεν ήταν κεντρωμένες κι είχαν άγριο καρπό που δεν τρώγεται.
Όταν κίνησαν να φύγουν, ο νους τους πήγε στο καλάθι του καστανά που περνούσε από το σχολείο και φώναζε...
Τέλος, έφτασαν στον έλατο.

---

Ποιος τους είχε πει πως ο έλατος μοιάζει με τον πολυέλαιο της εκκλησίας; Κοιτάζουν και βλέπουν αλήθεια στα καμαρωτά κλαδιά του κάτι σαν άσπρες λαμπάδες. Είναι ο καρπός του· από ‘κεί μαζεύουν την ελατόπισσα.
Όλα τα δέντρα της γης έχουν ανώμαλο σχήμα. Μα το κυπαρίσσι στους κάμπους κι ο έλατος στο βουνό στέκουν ολόισια. Γίνονται κατάρτια στα καράβια.
Εδώ στα βουνά ο έλατος περιφρονεί τον χειμώνα. Κρατάει χιόνι πολύ. Λυγίζει, που νομίζεις πως θα σπάσει, μα μένει πάντα ίσιος και θυμώνει τον άνεμο που τον μάχεται.
Δεν καταδέχεται να φυτρώσει στα χαμηλά. Πρέπει ν’ ανεβούμε ψηλά για να τον απαντήσουμε.
Τα παιδιά, κοιτάζοντας απάνω στο βουνό, είδαν ολόκληρο δάσος από έλατα ίσια.
Δεν ξέρουμε γιατί τούτος ο γερο-έλατος ήρθε και ζει εδώ μοναχός του.

---

Από ‘δώ απάνω είδαν το Χλωρό χαμηλότερα και γνώρισαν το μέρος όπου είχαν τις καλύβες.
Είδαν πλαγιές και φαράγγια, είδαν την κορφή του βουνού, μυτερή και κατάγυμνη, και τις άλλες δύο μικρότερες κορφές του, τα Τρίκορφα.
Είδαν το μοναστήρι που άσπριζε μακριά και κάτι μαύρο, που περπατούσε στην πλαγιά, τα γίδια του Λάμπρου. Θα ’χουν το βράδυ να λένε...

---

Ακόμη δεν το έκοψε ο Φάνης εκείνο το ραβδί; Είναι πολλή ώρα τώρα που κάνει να κόψει μια βέργα κι ακόμη δε γύρισε.
—Για έβγα, Πάνο, και φώναξέ τον.
—Φάαανη! Φάαααανη!
—Παρακάτω τράβα, λέει ο Μαθιός, εκεί που φαίνονται τα δέντρα. Σε κάποιον ίσκιο θα κάθεται.
Σηκώθηκαν δύο και πήγαν παρακάτω.
Έψαξαν στα δέντρα και στους θάμνους, φώναξαν κι οι δύο μαζί, μα μην ακούγοντας φωνή νόμιζαν πως τους παίζει παιχνίδι.

Ο νους των πήγε στον καστανά

—Έλα, Φάνη, έλεγαν, κάπου είσαι κρυμμένος.
Στη φωνή τους απαντούσε κανένα πουλάκι που άφηνε μικρή λαλιά κι έφευγε. Έπειτα ξαναγινόταν σιωπή.
—Μήπως αποκοιμήθηκε πουθενά; λέει ο Κωστάκης. Κατέβηκαν τότε πολύ κάτω. Είδαν κάτι μεγάλα κοτρόνια και δύο δεντράκια που έβγαιναν από τις σκισμάδες τους. Έψαξαν και κει πίσω· τίποτα. «Δεν μπορεί να ’ναι εδώ κοντά» συλλογίστηκαν. «Ίσως να γύρισε στον μύλο».
Μα πάλι, γιατί να τους αφήσει; Δεν ξέρουν τι να πουν.
Γυρίζουν πίσω στον έλατο για να ειδοποιήσουν πως δεν τον είχαν βρει. Και καθώς ανεβαίνουν, έχουν στην ψυχή τους πολλή ανησυχία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου