Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

48. Ο Φάνης ολομόναχος

Ως κι αυτές οι πέτρες, που έβλεπε ως τώρα, του ήταν μια συντροφιά. Τώρα σκοτείνιασε κι έμεινε κατάμονος. Τον ήλιο, που ήθελε να δει, τον είχε πάρει το σκοτάδι.
Οι σύντροφοί του ήταν μακριά. Οι άλλοι άνθρωποι μακριά. Οι ομιλίες, τα τραγούδια, οι καμπάνες μακριά απ’ αυτόν. Κι αυτός μακριά πολύ απ’ όλους τους ανθρώπους.
Ας άκουγε ένα πάτημα ανθρώπου, ένα σφύριγμα τσοπάνη, ένα λάλημα πουλιού και θα του ήταν αρκετό!
Μα όλα τον άφησαν.

---

Τα μαύρα φτερά που βλέπει από πάνω να πετούν ξέρει πως είναι νυχτερίδες.
Και την κουκουβάγια, που κράζει αυτή τη στιγμή, την ξέρει ο Φάνης. Είναι το πουλί της νύχτας που κοιτάζει με κίτρινα μάτια γάτας. Να φωνάζει γι’ αυτόν η κουκουβάγια;
«Δεν έπρεπε ν’ αφήσεις τα παιδιά» του λέει μέσα του μια φωνή.
«Ναι, δεν έπρεπε να τ’ αφήσω» απαντά στον εαυτό του ο Φάνης.
Έπειτα συλλογίζεται:
«Και μήπως τ’ άφησα, για να κάνω κακό; Πήγα να δω τα χρυσά σύννεφα».

---

Το νερό βουίζει στο σκοτάδι. Όχι, δεν μπορεί να υποφέρει αυτή τη φοβέρα. Σηκώνεται και με το ραβδί του ανεβαίνει στην άκρη της ρεματιάς.
Πέρασε τις μεγάλες πέτρες κι έφτασε σε δυο μικρά δέντρα. Από κάτω απ’ αυτά ήταν ένας θάμνος μαλακός, σαν να προσκαλούσε άνθρωπο ν’ ακουμπήσει.
Και τα δυο δέντρα έγερναν έτσι από πάνω, σαν να έλεγαν του Φάνη: «Έλα δω να σε φυλάξουμε». Εκεί μαζεύτηκε ο Φάνης.

---

Μόλις ακούμπησε, του ήρθε στον νου η Μαρούλα, η αδερφή του. Του φάνηκε πως τάχα έπαιζαν... Μια πεταλούδα δίπλωνε τάχα τα φτερά της απάνω σ’ ένα φύλλο κι έκανε πως αποκοιμάται. Και όταν πλησίαζαν να την πιάσουν, έφευγε.
Έπειτα είδε τη μητέρα του να γυρίζει δεξιά κι αριστερά μέσα στο σπίτι· όλο να σιάζει κι όλο να φροντίζει. Ήθελε να μιλήσει και στις δυο. Νόμιζε πως του μιλούσαν: «Φάνη».
Μήπως αποκοιμήθηκε; Όχι. Στο λάρυγγά του είχε μαζευτεί ένας κόμπος από λύπη. Αυτός ο κόμπος λύθηκε κι έγινε κλάματα.

---

Ο Φάνης έκλαψε. Πόσο έκλαψε, η νύχτα το ξέρει. Μα όταν στέγνωσαν τα μάτια του, συλλογίστηκε έναν άλλο Φάνη· εκείνον που ήταν δασοφύλακας.
«Ντροπή να κλαις, εσύ που φύλαξες το δάσος! Εσύ που ήσουν σκοπός με τ’ άλλα παιδιά τη νύχτα». Έτσι του είπε μια φωνή μέσα του.
Και πάλι του ξαναείπε: «Είσαι λιγόψυχος, Φάνη. Την άλλη φορά, που σου ρίχτηκε το μαντρόσκυλο, δείλιασες. Όταν είδες τον μπαρμπα-Κώστα χτυπημένο, λιγοψύχησες. Μα δεν είναι έτσι ο Δήμος· δεν είναι έτσι ο Αντρέας· πρέπει να ’σαι παλικάρι».
Και σε λίγο η φωνή του είπε: «Περίμενε την ημέρα».

---

Ο Φάνης δεν έκλαιγε τώρα. Τα μάτια του στέγνωσαν. Σαν να πήρε θάρρος.
Έπιασε το σακούλι του κι ένιωσε πως κάτι ήταν μέσα. Είχε και το παγούρι του· είχε ψωμί και νερό. Χάιδεψε έπειτα τον θάμνο με τα δυο του χέρια και τον χάιδεψε, θαρρείς, κι ο θάμνος· ήταν ένας μαλακός και φουντωμένος σκίνος.
Σ’ αυτό το ευωδιασμένο κρεβάτι έγειρε ο Φάνης. Κι αφού δυο φορές του ήρθε ο ύπνος και δυο φορές τινάχτηκε τρομαγμένος, στο τέλος αποκοιμήθηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου