Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

49. Μεγάλη ανησυχία στις καλύβες

Όταν έφτασαν οι άλλοι το βράδυ από τον μύλο στις καλύβες κι είπαν πως έχασαν τον Φάνη, λύπη μεγάλη έπεσε στα παιδιά.
Τα πιο αδύνατα δάκρυσαν. Ο Σπύρος κι ο Γιώργος ήθελαν να πάνε κρυφά να κλάψουν.
Τα πιο δυνατά συλλογίστηκαν τι θα κάνουν.
Ο Αντρέας έκρυψε την ταραχή του κι άρχισε να τα ρωτά με λεπτομέρεια όλα. Του είπε ο Κωστάκης το πού, το πότε και το πώς.
«Πρώτα τον εζήτησε ο Πάνος κι ο Μαθιός εκεί τριγύρω, λέει ο Κωστάκης. Έπειτα κατεβήκαμε όλοι από ‘κεί. Συλλογιστήκαμε, αν πρέπει να πάμε πίσω στον μύλο ή να τραβήξουμε προς την κλεισούρα. Τραβήξαμε κατά την κλεισούρα, μα δεν είχε δρόμο.
«Ανεβήκαμε σε ψηλώματα, φωνάξαμε, φωνάξαμε, τίποτα. Προχωρήσαμε, μα είδαμε πως ο ήλιος κόντευε να βασιλέψει. Πότε να πάμε στον μύλο, πότε να γυρίσουμε;»
«Θα ξεκινήσουμε από ‘δώ στο χάραμα», είπε ο Αντρέας. «Πάμε γρήγορα να πέσουμε».

---

—Μα δε σου είπαμε και τ’ άλλο, Αντρέα, είπε ο Μαθιός.
—Είναι τίποτ’ άλλο;
—Ναι, είναι κάτι άλλο που δεν το ξέρεις.
Και με χαμηλή και φοβισμένη φωνή πρόσθεσε: «Ο Φάνης πήγε στον Αραπόβραχο.»
—Ποιον Αραπόβραχο; ρώτησε ο Αντρέας. Είναι ο βράχος που μας έλεγε η γριά;
—Εδώ κοντά στον μύλο βρήκαμε έναν γέρο με σκούφο μαύρο στο κεφάλι. Έτσι σαν καλόγερος φαινόταν, μα φορούσε παλιά και σκισμένα ρούχα.

«…βρήκαμε έναν γέρο με σκούφο μαύρο στο κεφάλι…»
 
«Μπάρμπα» του λέμε «μήπως πέρασες από την κλεισούρα;»
«Ναι» μας είπε.
«Μήπως είδες κανένα παιδί;»
«Είδα ένα παιδί από μακριά» είπε.
«Πού;»
Ο γέρος δε μας το ’λεγε αμέσως. Συλλογίστηκε όμως κάμποσο και μας κοίταξε.
«Το πού» είπε «φοβάμαι να σας το πω. Να, στον Αραπόβραχο το είδα».
«Τι είναι ο Αραπόβραχος;» ρωτήσαμε.
 «Είναι ο βράχος του Αράπη» απάντησε «να μη ρωτήσετε περισσότερα. Κι έφυγε κάνοντας τον σταυρό του».
Μίλησε τότε ο Κωστάκης:
—Θυμάσαι, Αντρέα, τι μας είπε η γρια-Χάρμαινα; Μας είπε πως εδώ κάπου κοντά σε κάποιο βράχο είναι ένα στοιχειό, ένας αράπης· και πήρε πολλούς ανθρώπους. Κάπως έτσι μας το είπε.
Τότε σώπασαν όλοι. Σηκώθηκαν σε λίγο και πήγαν να πλαγιάσουν. Μα κανένας τους δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι καλά.
Ο Αντρέας γύριζε στο στρώμα. Δυο τρεις φορές βγήκε έξω και κοίταξε. Περίμενε ανήσυχα το φως που έφερνε την αυγή απάνω από τα βουνά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου