Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

50. Περπατούν για τον Φάνη

Το γλυκοχάραμα ξεκίνησαν οι χτεσινοί σύντροφοι του Φάνη κι ο Αντρέας μαζί μ’ αυτούς.
—Να κόψουμε δρόμο, είπε ο Αντρέας. Να πάμε ίσια στον έλατο από ‘δώ.
Έκοψαν δρόμο κι έφτασαν στον έλατο.
Ο Αντρέας παρατήρησε από ‘κεί απάνω καλά όλους τους γύρω τόπους.
—Ο Φάνης, είπε, βέβαια δε θα ’φυγε από ‘δώ για χαμηλά μέρη. Θα πήγε σε κορφές, τον ξέρω εγώ. Λοιπόν από ‘δώ να τραβήξουμε.

---

Τράβηξαν μπροστά, μέσα από οξιές και πουρνάρια, χωρίς κανένα μονοπάτι, ανοίγοντας αυτοί δρόμο, τον δρόμο που θα πήγαινε προς τον Φάνη. Ποιος ήταν αυτός ο δρόμος;
Έφτασαν σε γυμνούς και άγριους γκρεμούς. Αυτοί οι γκρεμοί κατέβαιναν κάτω βαθιά και σχημάτιζαν τη μεγάλη κλεισούρα. Η φωνή εκεί αντιλαλούσε. Και το μάτι έβλεπε όλο αυτόν τον φοβερό γκρεμό.
«Αν ο Φάνης γλίστρησε εκεί πουθενά κι έπεσε και πήγε κάτω;»
Καθένας έκανε αυτή τη σκέψη, μα φοβόταν να την πει στον άλλο.
Ανέβηκαν ψηλά προς το φρύδι της κλεισούρας. Έσκυβαν και κοίταζαν κάτω, με μεγάλη όμως προσοχή, πιασμένοι από πέτρες ή από καμιά ρίζα.
Δεν μπόρεσαν τίποτα να δουν. Φώναζαν, μα η φωνή τους κατέβαινε στο χάος της κλεισούρας, χτυπούσε στις πέτρες κι ύστερα ανέβαινε και τους έφερνε τον αντίλαλο: «Φάνη!». Σαν να τους έλεγε πως πρέπει ν’ απελπιστούν.

---

Πού να πάνε; Να κατεβούν κάτω στον βυθό της κλεισούρας; Θα κινδύνευε η ζωή τους. Ν’ ανεβούν απάνω στη ράχη και να τραβήξουν προς τα έλατα; Να γυρίσουν πίσω και να πάρουν άλλο δρόμο;
Σταμάτησαν κι άρχισαν να συλλογίζονται. Στο άγριο εκείνο μέρος λιγόστευε το θάρρος τους. Αλλιώς ξεκίνησαν, αλλιώς είναι τώρα.
Αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω, εκεί που είχαν αφήσει τα δέντρα, κι από ’κεί να πάρουν άλλο δρόμο.
Γύρισαν και περπατούσαν συλλογισμένοι. Πήγαιναν ο ένας πίσω από τον άλλο. Κανένας δε μιλούσε. Είχαν βαριά την ψυχή. Ποτέ δεν έκανε κακό σε κανέναν τους ο Φάνης! Και τώρα να χαθεί έτσι από μπρος τους; Πώς θα πάνε πίσω χωρίς αυτόν;

---

«Παιδιά!» είπε ξαφνικά ο Αντρέας και στάθηκε. Χοροπήδησε η καρδιά των άλλων. «Τι, τι; Τι είδες;» τον ρώτησαν.
—Όχι, δεν είδα τίποτα, είπε. Για πέστε μου ένα πράμα. Όταν πήγαμε πρώτη φορά στο Μικρό Χωριό, ποιος από σας έδωσε τα παπούτσια του στον μπαλωματή και τους έβαλε πρόκες;
—Εγώ, είπε ο Μαθιός.
—Κι εγώ, είπε ο Δημητράκης.
—Πόσες πρόκες σάς έβαλε στο τακούνι; Θυμάστε;
—Τέσσερις.
—Και μένα το ίδιο.
—Μα σ’ όλους έβαλε τέσσερις; Θυμάστε;
—Στον Γιώργο έβαλε έξι, είπε ο Μαθιός. Τόσες ήθελε ο Γιώργος. Και στον Φάνη έξι.
—Έξι και στον Φάνη; φώναξε ο Αντρέας. Αλήθεια;
—Ναι, ναι, το θυμούμαι.
Τότε ο Αντρέας, σκύβοντας κάτω με προσοχή, είπε:
—Να οι έξι πρόκες του Φάνη!
Έσκυψαν κι είδαν απάνω σε λίγο μαλακό χώμα τυπωμένο ένα χνάρι παπουτσιού. Τόσο καθαρό είχε βγει, που μπορούσες να μετρήσεις όλα τα καρφιά του.
—Από ‘δώ πέρασε, είπε ο Αντρέας. Άρχισαν όλοι να πηδούν από τη χαρά τους.
—Σιγά! φώναξε ο Αντρέας. Σιγά, μη μου τα χαλάσετε. Πατάτε με προσοχή. Το πρώτο χνάρι μάς οδηγεί. Είδατε! Το πόδι είναι γυρισμένο από ‘δώ. Θα πει πως από ‘δώ πήγαινε. Μα πού πήγαινε τάχα; Μήπως σ’ αυτόν τον βράχο;
Κι έδειξε τον Αραπόβραχο.
Τον κοίταξαν, χωρίς να ξέρουν πως είναι ο Αραπόβραχος. Και πήγαιναν προς το μέρος εκείνο γυρεύοντας άλλα πατήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου