Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

53. Καληνύχτα, γερο-Αράπη

Κατεβαίνουν τα παιδιά γρήγορα. Βιάζονται πολύ, γιατί θα νυχτώσουν.
Να, έφυγαν από τον Αραπόβραχο.
Πέρασαν τα λαγκάδια, έφτασαν στον δρόμο όπου είχαν δει το πάτημα του Φάνη και πηγαίνουν με γρήγορο βήμα προς τον έλατο.
Θα κόψουν από ‘κεί πάλι δρόμο, θα φτάσουν γρήγορα στις καλύβες και θα φέρουν εκεί τον Φάνη, που τον περιμένουν.
—Πώς θα περιμένουν! είπε ο Μαθιός. Αργήσαμε, πολύ αργήσαμε.
—Αργήσαμε, μα τι είδαμε; είπαν τ’ άλλα παιδιά.
—Είδες τι μεγάλος που ήταν ο ήλιος;
—Όταν άγγιζε τη θάλασσα, σάλευε.
—Για δες κάτι σύννεφα, για δες!
Ενώ βράδιαζε, τα σύννεφα στον ουρανό ήταν κατακόκκινα· έπαιρναν ακόμη χρώμα από τον σβησμένο ήλιο, λίγο λίγο όμως μαύριζαν κι αυτά.

---

—Για κοιτάτε, παιδιά, λέει ο Μαθιός, πώς φαίνεται ο Αραπόβραχος από μακριά· σαν άνθρωπος!
Γύρισαν και κοίταξαν τον Αραπόβραχο, που μαύριζε στο σκοτείνιασμα. Στην κορυφή του έβλεπες αλήθεια ένα κεφάλι, ένα μέτωπο, μια πλατιά μύτη, ένα στόμα και δυο χοντρά χείλια.
Από κοντά οι πέτρες εκείνες δεν έλεγαν τίποτα. Από μακριά όμως σχημάτιζαν ένα πρόσωπο, σαν πρόσωπο αράπη. Γι’ αυτό λοιπόν πίστεψαν οι γριές πως εκεί κατοικεί αράπης!

---

Δεν είναι ο πρώτος τέτοιος βράχος. Πολλές πέτρες από μακριά μοιάζουν με ανθρώπινο πρόσωπο· μια γριά μπορεί να τις πάρει για στοιχειά· ένα παιδί μπορεί να τις φοβηθεί.
Ένα παιδί, μα όχι άντρες, όπως ο Αντρέας, ο Φάνης, ο Μαθιός, ο Καλογιάννης, ο Κωστάκης.
Όχι αυτοί που τόλμησαν ν’ ανεβούν και να δουν.

---

Και τώρα γελούν με τα λόγια της γρια-Χάρμαινας!
Πού είναι οι φωτιές του Αράπη; Πού είναι ο Αράπης; Από μακριά κοιτάζουν τον βράχο και του φωνάζουν:
—Ε, Αράπη!
—Να βάλεις τον σκούφο σου, μπαρμπα-Αράπη!
—Να καπνίσεις και το τσιμπούκι σου, γερο-Αράααπη!
—Καλή νύχτα, γερο-Αράααπη!


Καλή νύχτα γερο-Αράααπη!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου