Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

55. Ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα

Απόψε μετά το φαγητό κάθισαν έξω κι άναψαν μια μεγάλη φωτιά, γιατί έκανε ψύχρα. Άργησαν να κοιμηθούν απόψε· ήθελαν να χαρούν τον Φάνη. Είπαν ένα τραγούδι, είπαν δεύτερο και τρίτο. Είπαν κι ένα παραμύθι.
Με το παραμύθι και με τη φωτιά σαν χειμώνας ήταν.
—Απόψε έχετε μεγάλη χαρά, είπε ο Θύμιος ο κουδουνάς από τα Σάλωνα. Σταθείτε να σας παίξω κι εγώ μια μουσική.
Να πούμε την αλήθεια, δεν ήταν εκεί ο Θύμιος ο κουδουνάς· ήταν στα Σάλωνα. Μα έπαιζε τη μουσική του σαν να ήταν εκεί. Γιατί ακούστηκε μακριά ένα κοπάδι πρόβατα με τα κουδούνια του κι αυτά τα κουδούνια ήταν όλα από το εργαστήρι του Θύμιου.
Από ‘κεί ψωνίζει ο Γεροθανάσης.

---

—Άκου, άκου! είπε ο Δημητράκης κι ο Γιώργος μαζί.
Κι άκουγαν όλοι τα κουδούνια. Από τον χτύπο των κουδουνιών καταλαβαίνουν πώς περπατούν τα πρόβατα, πώς τινάζουν το κεφάλι για να κόψουν το χορταράκι, πώς πάνε λίγα βήματα και στέκουν· πώς βόσκουν, όλο βόσκουν.
Τραγουδούσαν τα βαθιά κουδούνια, τραγουδούσαν και τα ψιλά, όπως τους είχε πει ο κουδουνάς. Κι άκουγαν τα βουνά...

---

Έτσι τα έφτιαξε τα κουδούνια ο μαστρο-Θύμιος. Καθένα με τη φωνή του.
Μέρες πολλές, εβδομάδες δούλευε στο εργαστήρι του γι’ αυτά τα κουδούνια. Τα έβαζε μέσα στο καμίνι του ώσπου να γίνουν κόκκινα σαν κάρβουνα· τα σφυροκοπούσε στο αμόνι, πάλι τα έκαιγε, πάλι τα δούλευε με το σφυρί.
—Όχι, όχι, ακόμη δεν τραγούδησες, έλεγε. Κι όλο τα χτυπούσε, ώσπου τα έφτιαχνε όπως ήθελε. Εσύ θα ’χεις τη φωνή σου και συ τη φωνούλα σου. Εσύ θα τραγουδείς σαν κούκος, εσύ σαν σταλαματιές νερό. Κι όλα μαζί θα λέτε το τραγούδι που ξέρω εγώ.
Όποιος πέρασε από τα Σάλωνα είδε τον Θύμιο σκυμμένο στο εργαστήρι του. Τίμησε την τέχνη του· κανένας δεν τον πέρασε στη μαστοριά.
Έχει πολλούς καλφάδες. Στέλνει κουδούνια στον Παρνασσό, στο Βελούχι, στον Όλυμπο. Ποιος βιολιτζής μπορεί να μετρηθεί με τον μαστρο-Θύμιο που κάνει και τραγουδούν οι ράχες;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου