Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

63. Τ' όνειρο του χωριάτη

Ο Καλογιάννης έξαφνα φώναξε:
—Παιδιά! Ο Λάμπρος!
Γύρισαν κι είδαν εκεί παρακάτω στην πλαγιά το μαύρο κοπάδι που έβοσκε και προχωρούσε. Ο Λάμπρος είχε μείνει πίσω και τ’ οδηγούσε με το σφύριγμα.
Σφύριζε τόσο ωραία! Νόμιζες πως ακούς χαρούμενη γαλιάντρα.
Τα γίδια άκουγαν το σφύριγμά του κι επειδή καταλάβαιναν πως τους έλεγε να πάνε μπροστά, προχωρούσαν ευχαριστημένα.

---

—Είναι του Γεροθανάση, είπαν τα παιδιά στον δασάρχη.
—Πόσα είναι; Μήπως ξέρετε; ρώτησε ο δασάρχης.
—Ο Λάμπρος, που τα βόσκει, λέει πως είναι καμιά διακοσαριά.
—Μα πώς ο Γεροθανάσης με τόσες χιλιάδες πρόβατα έχει μόνο διακόσια γίδια! Δε σας φαίνεται παράξενο;
—Έχει ο Γεροθανάσης τον λόγο του! Έχει ακούσει τ’ όνειρο του χωριάτη.
—Και ποιο είναι τ’ όνειρο του χωριάτη; ρωτούν τα παιδιά.

---

—Ήταν ένας χωριάτης, άρχισε να λέει ο δασάρχης, κι είχε μια γίδα. Την πήγαινε στο δάσος κι έβοσκε. Μια μέρα, που την άρμεγε, τι να δει; Αντί γάλα, έβγαζε νερό. Το νερό γέμισε την καρδάρα, πλημμύρισε τον τόπο και κατέβηκε με ορμή στους κάμπους.
«Έλα, για όνομα του Κυρίου» είπε ο χωριάτης την ώρα που πνιγόταν.»
Γιατί αυτά όλα στ’ όνειρό του τα είδε!

---

Όταν ξύπνησε, πήγε σε δυο χωριάτες εκατό χρονών να του εξηγήσουν τ’ όνειρο. Ο ένας γέρος τού είπε πως το νερό θα είναι γάλα. Ο άλλος του είπε πως θα έχει να κάνει με δικαστήρια.
«Οι γέροι παραγέρασαν» είπε. «Ας πάω να δω τον ψάλτη, που διάβασε περισσότερα».
Πήγε στον αριστερό ψάλτη και του είπε τ’ όνειρο. Εκείνος έβαλε τα γυαλιά του, πήρε από το ράφι ένα μεγάλο βιβλίο κι αφού του τίναξε τη σκόνη, το άνοιξε και διάβασε δυνατά:
«Γίδα. Εάν ιδείς εις τον ύπνο σου γίδα, εάν μεν συμβαίνει και είναι μαύρη η γίδα και έχει τα κέρατα γυριστά, τούτο σημαίνει ότι θέλεις λάβει ογρήγορα γράμμα συστημένον από τους συγγενείς σου από την Αμερική». Η γίδα ήταν τέτοια, ο χωριάτης όμως δεν είχε κανένα συγγενή στην Αμερική. Ο ψάλτης έβαλε τα γυαλιά του στην άκρη της μύτης και διάβασε άλλη σελίδα:
«Νερόν. Εάν ιδείς νερόν και τρέχει από βρύσιν και το νερόν κάμνει βροντήν πολλήν εις το σταμνίον, τότε εις καβγάν θέλει εμπλέξεις. Εάν το νερόν τούτο τρέχει από αυλάκι…»
«Από γίδα!» φώναξε ο χωριάτης. «Τι λέει το βιβλίο, άμα τρέχει νερό από γίδα;»
«Το βιβλίο» είπε ο ψάλτης «δε λέει τίποτα σε τούτο το ζήτημα, αν και είναι χίλιων χρονών ονειροκρίτης, γραμμένος από τους σοφούς του κόσμου».

---

Ο χωριάτης, όταν είδε πως και το βιβλίο δυσκολεύεται να εξηγήσει τ’ όνειρό του, του φάνηκε πως μεγάλο κακό θα του γίνει.
«Συμπέθερε!» του είπε τότε κάποιος χωριάτης «τι κάθεσαι και σκοτίζεσαι; Το πράμα είναι φανερό. Η γίδα τρώει το κλαρί. Το κλαρί κρατεί τα χώματα και τα χαλίκια στις ράχες. Άμα φαγωθεί το κλαρί, παίρνουν οι βροχές το χώμα και το χαλίκι και το πηγαίνουν στον χείμαρρο. Ο χείμαρρος φουσκώνει, κατεβαίνει στους κάμπους και καταστρέφει. Αν το κλαρί είναι στη θέση του, δε γίνεται τίποτα απ’ αυτά. Να λοιπόν γιατί η γίδα βγάζει νεροποντή. Σωστά τα είδες στον ύπνο σου».

---

Τι σωστό ήταν αυτό τ’ όνειρο του φτωχού ανθρώπου! Ύστερ’ από τη φωτιά και το τσεκούρι, η γίδα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός που έχει το δάσος.
—Αλήθεια; έκαναν τα παιδιά.
—Αγαπάτε τη γίδα, είπε ο δασάρχης. Και ποιος δεν αγαπά τέτοιο χαριτωμένο ζώο! Όσο όμως ζωηρό είναι τόσο καταστρέφει τα φυτά. Γυρεύει το κλαρί και διαλέγει πάντα την κορυφή. Κατεβάζει το κλωνάρι, για να το φάει στην άκρη. Άμα δεν το φτάνει, ανεβαίνει στο δέντρο. Η μανία της να ζητά τις τρυφερές άκρες φέρνει στα δέντρα καταστροφή. Γιατί στην άκρη του κλωναριού είναι το μάτι, το μπουμπούκι που θα πετάξει το βλαστάρι. Άμα η γίδα το κόψει, το κλωνάρι δε μεγαλώνει πια σε ύψος. Αν τον καιρό που αυτά τα δέντρα ήταν μικρά, έβοσκε εδώ ένα κοπάδι γίδια, δε θα είχαμε πού να καθίσουμε αυτή τη στιγμή. Το δάσος θα ήταν όλο χαμόκλαδα.
—Κι αν περνούσαν πρόβατα; ρώτησε ο Κωστάκης.
—Και τα πρόβατα φέρνουν ζημιά. Γιατί περνώντας το δάσος πατούν τα νέα δεντράκια που μόλις φυτρώνουν. Γι’ αυτό τα κοπάδια δεν πρέπει να τα φέρνουμε ποτέ κοντά στο δάσος, μα να τα βόσκουμε στα λιβάδια, όπως κάνει ο Γεροθανάσης, που αγαπά αληθινά τα δάση. Ποτέ κατσίκι δικό του δε μας έφαγε κλαρί.
—Ο Λάμπρος τα προσέχει, συλλογίστηκαν τα παιδιά.
—Τόσα χρόνια και δεν πήγε ποτέ του στο δικαστήριο. Να ήταν όλοι οι τσοπάνηδες σαν κι αυτόν! Πώς προστατεύει τα δέντρα ο Γεροθανάσης! Αν δείτε στον ύπνο σας καμιά γίδα που βγάζει νερό, να ξέρετε πως δεν είναι δική του. Οι δικές του βγάζουν μόνο γάλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου