Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

65. Στο νεροπρίονο

Την ώρα που ο δασάρχης έλεγε αυτά, είχαν μπει μέσα στο δάσος. Πρώτα πέρασαν ώρα πολλή μέσα από πεύκα· ύστερα, αφού προχώρησαν πιο ψηλά, μπήκαν στα λυγερά και τα ίσια έλατα.
—Ακόμη ψηλότερα από ’δώ, είπε ο δασάρχης, είναι ένα δάσος από οξιές· μα τώρα θα μείνουμε εδώ στο πριόνι. Φτάσαμε.

---

Το νεροπρίονο δούλευε όπως ένας μύλος. Το νερό έπεφτε από ένα κανάλι και με την ορμή του κινούσε ένα μεγάλο ορθό πριόνι. Όλους τους κορμούς, που έκοβαν οι λοτόμοι στο δάσος, τους έφερναν εκεί. Το πριόνι τούς έσκιζε κι έφτιαχναν απ’ αυτούς την ξυλεία· σανίδες, πάτερα, μαδέρια.
Πόση ξυλεία ήταν εκεί! Την είχαν στοιβαγμένη σε μεγάλους σωρούς· πάντα το πριόνι έκοβε και πάντα κουβαλούσαν.

---

Ένα κλαράκι βγαίνει στη γη και σε σαράντα πενήντα χρόνια δίνει αυτά τα μεγάλα μαδέρια.
Πόσα καλά θα δώσουν στους ανθρώπους αυτά τα ξύλα! Τα πάνε για να γίνουν σπίτια, καράβια, εκκλησίες, γεφύρια. Για να κάνουν αμάξια, έπιπλα, κουτιά, βαρέλια, κουπιά, καλάθια, βιβλία.
Χίλια πράματα θα γίνουν με τούτη την ξυλεία, βαριά κι ελαφρά, από το μεγαλύτερο ως το μικρότερο· από το κατάρτι του καραβιού ως τις μικρές ξυλόπροκες που καρφώνουν τα παπούτσια.
Τι έπλασε ο ήλιος κι η βροχή! Τι μας χαρίζει το δάσος!

---
—Ελάτε να δείτε πώς ταξιδεύουν τα ξύλα, είπε ο δασάρχης.
Πήγαν ως την άκρη και κοίταξαν κάτω στον γκρεμό. Κάτω είδαν τη Ρούμελη. Από το μέρος αυτό η Ρούμελη είχε πολύ νερό, επειδή τώρα ερχόταν ίσια από την πηγή της, δίχως να χωρίζεται πουθενά.
Τη χαιρέτησαν όλοι, σηκώνοντας το χέρι:
—Γεια σου, Ρούμελη! Πάντα κοντά μας είσαι!
Από την κορυφή, που ήταν, ως κάτω στο νερό, οι λοτόμοι παρατούσαν τα κούτσουρα και τα μαδέρια και κείνα κυλούσαν στη ράχη και κατέβαιναν ορμητικά στο ρέμα.
Στο ρέμα πάλι τα παραλάβαιναν άλλοι λοτόμοι. Τα έριχναν μέσα και πηγαίνοντας αυτοί στις άκρες τα συνόδευαν, καθώς ταξίδευαν μέσα στο νερό. Όταν σταματούσαν σε τίποτα λιθάρια ή όταν μαζεύονταν πολλά, οι λοτόμοι τα βοηθούσαν πάλι να γλιστρήσουν.
Τα πήγαινε έτσι η Ρούμελη ως κάτω στον κάμπο, όπου γινόταν πλατύ ποτάμι. Και πάλι από ‘κεί σιγά τα ταξίδευε ως τη θάλασσα. Εκεί τα έπαιρναν και τα κουβαλούσαν στο εργοστάσιο.
—Από ‘δώ το βουνό πάει στον γιαλό, είπε ο δασάρχης στα παιδιά.

---
Τα ξύλα που έστειλαν στο ποτάμι αυτή την ώρα οι λοτόμοι θα χρησίμευαν για ένα καράβι. Ήταν διάφορα ξύλα· από πεύκα, από βαλανίδια, από οξιά.
Μαζί με την άλλη ξυλεία του καραβιού κατέβαζαν από άλλο δρόμο δυο κορμούς από τετράψηλα έλατα, δεμένους πίσω από μουλάρια. Ήταν τα κατάρτια του.
Στο θέαμα τούτο τα παιδιά ένιωσαν μια επιθυμία. Τους ήρθαν στον νου τα κύματα και τα ταξίδια που έχουν ακούσει και ήθελαν να πάνε, να πάνε...
Ο Αντρέας κι ο Φάνης θυμήθηκαν τη θάλασσα που είδαν με τον μεγάλο ήλιο.
Τότε η μάνα του πρωτομάστορα λοτόμου, μια γριά, πολύ γριά, που δεν έβλεπε καθόλου τον κόσμο, καθισμένη σε μια πέτρα τραγούδησε το νέο καράβι μ’ αυτά τα λόγια:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου