Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

78. Ο γυρισμός


Ήρθε η ώρα του γυρισμού.
Στρογγυλά σύννεφα στέκουν απάνω από τα βουνά. Από τη γη ανεβαίνει φθινοπωρινή ευωδιά. Σε λίγο θα έρθουν οι βροχές.
Από χτες ετοιμάζονται. Φτιάχνουν δέματα, ράβουν με τις σακοράφες τα πράματα μέσα σε μεγάλους σάκους, συγυρίζονται. Οι αγωγιάτες με τα μουλάρια ήρθαν από χτες το βράδυ και περιμένουν.
Σήμερα το πρωί τα παιδιά φόρτωσαν. Όταν είδαν τις καλύβες άδειες, ένιωσαν κάποια λύπη. Έρχονταν στην πόρτα, τις κοίταζαν και συλλογίζονταν πως εκεί μέσα έζησαν πολύ καιρό.
Έφτασε η ώρα που θα χωριστούν τις φτωχικές τους κατοικίες. Τους κοίταζαν, θαρρείς, και κείνες σαν άνθρωποι.
Να τους τώρα με τα ραβδιά τους, με τα παγούρια τους, με τα σακούλια τους, όπως είχαν έρθει.
—Έτοιμοι, παιδιά; φωνάζει ο κυρ Στέφανος.
—Έτοιμοι!
—Έχε γεια και πάλι, μπαρμπα-Θανάση!
Ο Γεροθανάσης σηκώνει το χέρι του, κάνει τρεις μεγάλους σταυρούς και λέει:
—Να πάτε στο καλό, να πάτε στην ευχή του Θεού και των Αγίων Αποστόλων.
Έπειτα σκύβει στον Λάμπρο:
—Λάμπρο μου, έχε την ευχή μου κι άκου τι θα σου πω: Να γίνεις καλός άνθρωπος. Να ’χεις τιμή και να κρατάς τον λόγο σου.
Ο Λάμπρος φίλησε το χέρι του παππού και ξεκίνησε με τ’ άλλα παιδιά βιαστικός, για να μη χάσει καιρό. Ο παππούς γύρισε και κοίταξε αλλού. Το μάτι του αυτή τη στιγμή δεν ξέρουμε αν έμεινε στεγνό.

"...Να γίνεις καλός άνθρωπος..."

Οι μικροί ταξιδιώτες που κατεβαίνουν από το Χλωρό δεν είναι οι ίδιοι που είχαν ανεβεί εδώ κι ενάμιση μήνα.
Αυτοί εδώ έχουν ωραίο χρώμα στο πρόσωπο και είναι πολύ πιο δυνατοί από κείνους.
Είδαν τη μεγάλη πλάση που εκείνοι δεν την ήξεραν και μέσα σ’ αυτή έζησαν μονάχοι τους μέρες και νύχτες.
Είδαν το βουνό, βράχηκαν στα ποτάμια που βροντούν, πάτησαν τους στοιχειωμένους βράχους κι έμαθαν να κινδυνεύουν ο ένας για τον άλλον.
Ο Φάνης, που είχε έρθει τότε, ήταν λυπημένος και λιγόψυχος. Ο Φάνης, που γυρίζει τώρα, έχει γερή και άφοβη ψυχή.
Ο Αντρέας στο σχολείο ήταν ένα παιδί. Στο βουνό νίκησε τις δυσκολίες και κυβέρνησε τους άλλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου