Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

9. Η βρύση



Ένας αγωγιάτης, αφού ήπιε στη βρύση, βάζοντας για κούπα τις χούφτες του, μουρμούρισε:
—Να δροσιστεί η ψυχούλα σου!
Τα παιδιά τον κοίταξαν, θέλοντας να μάθουν για ποιον μιλάει.
Και κείνος, που κατάλαβε την απορία τους, είπε:
—Δεν τον ξέρω ποιος είναι, μα κείνος που την έκανε αυτή τη βρύση δροσισμένος να είναι σαν κι εμάς.
—Εγώ τον εθυμήθηκα, είπε ο κυρ Στέφανος. Ήμουν παιδί. Τον καιρό εκείνο έτρεχε εδώ πέρα λίγο νερό, μα πολύ λιγοστό, κόμπος. Οι διαβάτες έπεφταν μπρούμυτα για να πιουν, προσπαθώντας να φτιάξουν κάνουλα με κανένα χλωρόφυλλο. Πολλές φορές χανόταν το νερό ολότελα, γιατί το βύθιζαν οι βροχές και το χώμα που έπεφτε. Όλοι από τα γύρω χωριά είχαν ανάγκη από μια βρύση εδώ. Μα καθένας έλεγε: «Ας τη φτιάξει άλλος». Κάθε χωριό έλεγε: «Ας τη φτιάξει άλλο χωριό».
Μια φορά πέρασε κι ένας ράφτης, πηγαίνοντας πανηγυριώτης στον Αϊ-Λια. Ήταν απ’ αλλού κι είχε ένα μικρό μαγαζί κάτω στη χώρα. Καθισμένος σταυροπόδι σ’ ένα ψηλό ράφι –έτσι δα, σαν να τον βλέπω τώρα– κεντούσε σεγκούνια και φέρμελες με μιαν αργή βελονιά. Είχε μεγάλη γενειάδα κάτασπρη, χυμένη στο στήθος, και φορούσε τις μακριές του φουστανέλες καθημερινή και γιορτή, κατακάθαρες.
Όταν γύρισε από τον Αϊ-Λια, είπε της γριάς γυναίκας του: «Γυναίκα, εκεί πάνω που πήγαινα, είδα πως χρειάζεται μια βρύση. Εμείς άτεκνοι είμαστε, πολλά χρόνια δε θα ζήσουμε. Λοιπόν, το κομπόδεμά μας θα το δώσω για κείνη τη βρυσούλα, να δροσίζονται οι χριστιανοί».

Καθισμένος σταυροπόδι έραβε
«Αφέντη, ό,τι ορίσεις καλά ορισμένο» είπε η γριά.

---

Με τα έξοδά του οι εργάτες έσκαψαν εκατό μέτρα μάκρος, μάζεψαν το σκορπισμένο νερό, το έβαλαν σε χτιστό κανάλι κι έχτισαν τη βρύση. Εκείνος, αφού πρόφτασε να δει το καλό που έκανε στους ανθρώπους, δε ζήτησε τίποτα απ’ αυτούς. Σε λίγον καιρό κοιμήθηκε στα χέρια του Θεού ευχαριστημένος και λησμονήθηκε.
Ύστερα θέριεψε εδώ το πλατάνι που βλέπετε. Η βρύση τρέχει από τριάντα χρόνια και θα τρέχει για καιρό πολύ, όσο βρίσκονται κουρασμένοι διαβάτες...
Όταν τελείωσε ο κυρ Στέφανος, δεν είπε λέξη κανένας. Μόνο η βρύση μιλούσε σ’ αυτή τη σιωπή. Έπιναν κι άκουγαν να τρέχει το δροσερό της νερό.
—Να δροσιστεί η ψυχούλα σου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου